- αντισεισμικός
- -ή, -όαυτός που αντέχει στους σεισμούς ή που αποβλέπει στην πρόληψη καταστροφής από σεισμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + σεισμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντισεισμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αντέχει στις σεισμικές δονήσεις: Η κατασκευή του σπιτιού αυτού είναι αντισεισμική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασεισμικός — ή, ό 1. (για έδαφος) εκείνο το οποίο δεν παρουσιάζει σεισμική δραστηριότητα 2. (για οικοδομές) ο αντισεισμικός … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek